αδύναμος

αδύναμος
-η, -ο (Α ἀδύναμος, -ον)
αυτός που δεν έχει σωματική και ψυχική αντοχή, ο αδύνατος
νεοελλ.
ισχνός, άπαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + δύναμις.
ΠΑΡ. ἀδυναμία
αρχ.
ἀδυναμῶ
νεοελλ.
aδvναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀδύναμος — weak masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδύναμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή, σωματική ή ψυχική: Ήταν ένα γεροντάκι μικρόσωμο κι αδύναμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδυναμώτερον — ἀδύναμος weak masc acc comp sg ἀδύναμος weak neut nom/voc/acc comp sg ἀδύναμος weak adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδύναμον — ἀδύναμος weak masc/fem acc sg ἀδύναμος weak neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδυναμίζω — [αδύναμος] αδυνατίζω* …   Dictionary of Greek

  • αδυναμιάζω — [αδύναμος] περιέρχομαι σε αδυναμία, αδυνατίζω …   Dictionary of Greek

  • ἀδυναμώτερα — ἀδύναμος weak neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνάμου — ἀδύναμος weak masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνάμους — ἀδύναμος weak masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδυνάμων — ἀδύναμος weak masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”